μύξων — μύξων, ωνος, ὁ (Α) είδος ψαριού, πιθ. το ψάρι μύλλος ο φαιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύξα + κατάλ. ων. Το ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω τής γλοιώδους υφής του (πρβλ. λατ. mungō)] … Dictionary of Greek
μυξῶν — μύξα discharge from the nose fem gen pl μύζω make the sound fut part act masc nom sg (doric) μυξάω pres part act masc voc sg μυξάω pres part act neut nom/voc/acc sg μυξάω pres part act masc nom sg (attic epic ionic) μυξάω pres part act masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύξος — (I) μύξος, ὁ (Α) μύξων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον τ. μύξων, κατά τα αρσ. σε ος (πρβλ. κόκκος κόκκων)]. (II) μύξος, ὁ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) «μυωξός» … Dictionary of Greek
σμύξων — ὁ, Α ο μύξων*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού μύξων*] … Dictionary of Greek
муксун — рыба Salmo muхun , также муцун, максун, моксун – то же, сиб. (Даль), колымск. (Богораз). Через ханты ю. moksǝŋ, к. moχsǝŋ, н. muχsaŋ, muχsǝŋ из якут. muksun, тоб. muksum – то же (Радлов 4, 2174); см. Калман, Асtа Lingu. Hung. I, 258 и сл.;… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
μύξα — η (ΑΜ μύξα) 1. γλοιώδης ουσία που εκκρίνεται από τον βλεννογόνο τής μύτης, βλέννα (α. «κρύωσε και τρέχουν οι μύξες του» β. «μύξη κατάρρυτος», Ευστ.) 2. κάθε έκκριση που έχει γλοιώδη, βλεννώδη σύσταση νεοελλ. 1. (ως περιφρονητικός χαρακτηρισμός)… … Dictionary of Greek
meug-2, meuk- — meug 2, meuk English meaning: to slide, slip Deutsche Übersetzung: A. ‘schlũpfen, schlũpfrig”, out of it ‘schleimig, Schleim”; andererseits B. “darũber streichen, gleiten, entgleiten” Note: also with anlaut. s Material: A.… … Proto-Indo-European etymological dictionary